συνεκδίδωμι — Α [ἐκδίδωμι] 1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον 2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον 3. απορρίπτω κάτι επί πλέον 4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.) 5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο… … Dictionary of Greek
συνεκδόντα — συνεκδίδωμι join in giving out aor part act neut nom/voc/acc pl (epic) συνεκδίδωμι join in giving out aor part act masc acc sg (epic) συνεκδίδωμι join in giving out aor part act neut nom/voc/acc pl συνεκδίδωμι join in giving out aor part act masc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδόμενον — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp masc acc sg συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδώσει — συνεκδίδωμι join in giving out fut ind mid 2nd sg συνεκδίδωμι join in giving out fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδομένη — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδομένης — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδομένῳ — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδούς — συνεκδίδωμι join in giving out pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδόναι — συνεκδίδωμι join in giving out pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδιδόντες — συνεκδίδωμι join in giving out pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδοθῆναι — συνεκδίδωμι join in giving out aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)