συνεκδιδωμι

συνεκδιδωμι
    συνεκδίδωμι
    συν-εκδίδωμι
    1) одновременно выдавать
    

αὑτοὺς σ. τινί Plut. — выдавать себя самих (с головой)

    2) помогать выдать замуж
    

(τινι θυγατέρα Lys., Dem., Plut.)

    3) выбрасывать, извергать
    

(τι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνεκδιδωμι" в других словарях:

  • συνεκδίδωμι — Α [ἐκδίδωμι] 1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον 2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον 3. απορρίπτω κάτι επί πλέον 4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.) 5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο… …   Dictionary of Greek

  • συνεκδόντα — συνεκδίδωμι join in giving out aor part act neut nom/voc/acc pl (epic) συνεκδίδωμι join in giving out aor part act masc acc sg (epic) συνεκδίδωμι join in giving out aor part act neut nom/voc/acc pl συνεκδίδωμι join in giving out aor part act masc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδόμενον — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp masc acc sg συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδώσει — συνεκδίδωμι join in giving out fut ind mid 2nd sg συνεκδίδωμι join in giving out fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδομένη — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδομένης — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδομένῳ — συνεκδίδωμι join in giving out pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδούς — συνεκδίδωμι join in giving out pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδόναι — συνεκδίδωμι join in giving out pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδιδόντες — συνεκδίδωμι join in giving out pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοθῆναι — συνεκδίδωμι join in giving out aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»